καταπιέζει

καταπιέζει
κατά-πιέζω
Ep..
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
κατά-πιέζω
Ep..
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
κατά-πιέζω
Ep..
pres ind mp 2nd sg
κατά-πιέζω
Ep..
pres ind act 3rd sg
κατά-πιεζέω
Ep..
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
κατά-πιεζέω
Ep..
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • пожирати — ПОЖИРА|ТИ 2 (2*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Приносить когол. в жертву: конѣ и бѣлы˫а и рыжиѣ пожираше овы˫а сл҃нцю, а дрѹгы˫а огню и вѣтромъ. (ἔϑυεν) ГА XIV1, 231б. 2. Приносить жертву комул.: тако и елиазаръ дѣтми сверши. и предъстави б҃у дѣти бо и ѹчн҃кы.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ελευθερώνω — και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, όω Μ και ἐλευθερώνω) 1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν») 2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο… …   Dictionary of Greek

  • εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως …   Dictionary of Greek

  • ημιπάρεση — Μερική αδυναμία ή ήπια παράλυση, που προσβάλλει μια πλευρά του σώματος. Συνήθως οφείλεται σε φλεγμονή, τραύμα, δηλητηρίαση που περιοδικά καταπιέζει την κινητική λειτουργία, αλλά δεν καταστρέφει εκτενώς τα νευρικά κύτταρα. * * * η ιατρ. μερική… …   Dictionary of Greek

  • καταπιεστής — ο θηλ. καταπιέστρια αυτός που καταπιέζει, που επιβάλλεται τυραννικά, ο τύραννος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιέζω. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταπιεσταί, μαρτυρείται από το 1859 στον Κ. Κριτοβουλίδη] …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • τυραννίσκος — ο, Ν 1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος 2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους του β) μικρός βασανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. σατραπ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ψυχόδραμα — Ψυχοθεραπευτική μέθοδος που δημιούργησε και εφήρμοσε ο ψυχολόγος Γ. Λ. Μορένο και που ανήκει στην ψυχοθεραπεία ομάδων. Στη θέση της φροϋδικής μεθόδου των ελευθέρων συνειρμών χρησιμοποιούνται οι ψυχοδραματικές δημιουργίες, όπου παρακινείται ο… …   Dictionary of Greek

  • Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… …   Dictionary of Greek

  • Ράαμπε, Βίλχελμ — (Raabe, ψευδώνυμο του Jacob Corvinus, Eσσερσχάουζεν, Χόλτσμιντεν 1831 – Μπράουνσβαϊγκ 1910). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βολφενφμπίτελ και ύστερα πήγε στο Βερολίνο, όπου έγραψε το πρώτο του διήγημα Το χρονικό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”